Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντίμοιρος
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
ἀντιμυκάομαι
ἀντιμυκτηρίζω
ἀντιμῶλος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινέμομαι
ἀντινεοποιός
ἀντινήχομαι
ἀντινικάω
Ἀντινόεια
ἀντινομέω
ἀντινομία
ἀντινομίζομαι
ἀντινομικός
ἀντινομοθετέω
ἀντίνοος
ἀντινουθετέω
View word page
ἀντινεοποιός
ἀντινεοποιός
,
ὁ
,
A).
deputy
-
νεοποιός,
Rev.Ét.Gr.
19.251
(Aphrodisias).
ShortDef
deputy
Debugging
Headword:
ἀντινεοποιός
Headword (normalized):
ἀντινεοποιός
Headword (normalized/stripped):
αντινεοποιος
IDX:
10206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10207
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντινεοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deputy</span>-<span class="foreign greek">νεοποιός,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Ét.Gr.</span> 19.251 </span> (Aphrodisias).</div> </div><br><br>'}