Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωρείτης
σωρεός
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σῶρι
σωρικός
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς
View word page
σωρικός
σωρ-ικός,
A). v. σωριτικός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωρικός
Headword (normalized):
σωρικός
Headword (normalized/stripped):
σωρικος
IDX:
102064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωρ-ικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σωριτικός</span> .</div> </div><br><br>'}