Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωρεία
σωρείτης
σωρεός
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σῶρι
σωρικός
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
View word page
σῶρι
σῶρ-ι,
A). v. σῶρυ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῶρι
Headword (normalized):
σῶρι
Headword (normalized/stripped):
σωρι
IDX:
102063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῶρ-ι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σῶρυ</span> .</div> </div><br><br>'}