Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σωπάτρειος
σωπάω
Σωπή
σωπιαίνουσιν
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωράνθεμις
σωρεία
σωρείτης
σωρεός
σώρευμα
σώρευσις
σωρευτής
σωρευτικός
σωρευτός
σωρεύω
σωρηδόν
σῶρι
σωρικός
View word page
σωρείτης
σωρ-είτης, σωρ-ειτικός,
A). v. σωρίτης, -ιτικός .


ShortDef

heaped up

Debugging

Headword:
σωρείτης
Headword (normalized):
σωρείτης
Headword (normalized/stripped):
σωρειτης
IDX:
102054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102055
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωρ-είτης</span>, <span class="orth greek">σωρ-ειτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σωρίτης, -ιτικός</span> .</div> </div><br><br>'}