Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματόω
σωματώδης
σωμάτωσις
σωμελής
σωννύω
σώομαι
σῶος
Σωπάτρειος
σωπάω
Σωπή
σωπιαίνουσιν
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωράνθεμις
σωρεία
σωρείτης
σωρεός
σώρευμα
σώρευσις
View word page
σωπιαίνουσιν
σωπιαίνουσιν· οἱ κύνες παρὰ Ξενοφῶντι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωπιαίνουσιν
Headword (normalized):
σωπιαίνουσιν
Headword (normalized/stripped):
σωπιαινουσιν
IDX:
102047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωπιαίνουσιν·</span> <span class="foreign greek">οἱ κύνες παρὰ Ξενοφῶντι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}