Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωματώδης
σωμάτωσις
σωμελής
σωννύω
σώομαι
σῶος
Σωπάτρειος
σωπάω
Σωπή
σωπιαίνουσιν
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
σωράνθεμις
σωρεία
View word page
σῶος
σῶος,
A). v. σῶς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῶος
Headword (normalized):
σῶος
Headword (normalized/stripped):
σωος
IDX:
102043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῶος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σῶς</span> .</div> </div><br><br>'}