Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοφρουρητήρ
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωματώδης
σωμάτωσις
σωμελής
σωννύω
σώομαι
σῶος
Σωπάτρειος
σωπάω
Σωπή
σωπιαίνουσιν
σωπομπία
σωρά
σωρακίς
σώρακος
View word page
σωννύω
σωννύω,
A). = σῴζω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωννύω
Headword (normalized):
σωννύω
Headword (normalized/stripped):
σωννυω
IDX:
102041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωννύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σῴζω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}