Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρέω
ἀντιμοιρία
ἀντίμοιρος
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
ἀντιμυκάομαι
ἀντιμυκτηρίζω
ἀντιμῶλος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινέμομαι
ἀντινεοποιός
ἀντινήχομαι
ἀντινικάω
Ἀντινόεια
ἀντινομέω
ἀντινομία
ἀντινομίζομαι
ἀντινομικός
View word page
ἀντιμῶλος
ἀντιμῶλος
,
ὁ
, Cret.,
A).
=
ἀντίδικος
,
Leg.Gort.
6.25
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντιμῶλος
Headword (normalized):
ἀντιμῶλος
Headword (normalized/stripped):
αντιμωλος
IDX:
10203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10204
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμῶλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Cret., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀντίδικος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Leg.Gort.</span> 6.25 </span>.</div> </div><br><br>'}