Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφρουρητήρ
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωματώδης
σωμάτωσις
σωμελής
σωννύω
View word page
σωματοφρουρητήρ
σωμᾰτο-φρουρητήρ, ῆρος, ,
A). = σωματοφύλαξ , Man. 4.232 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωματοφρουρητήρ
Headword (normalized):
σωματοφρουρητήρ
Headword (normalized/stripped):
σωματοφρουρητηρ
IDX:
102031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτο-φρουρητήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σωματοφύλαξ</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:232" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.232/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.232 </a>.</div> </div><br><br>'}