Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφρουρητήρ
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωματώδης
σωμάτωσις
View word page
σωματοφόρβος
σωμᾰτο-φόρβος, ον,
A). nourishing the body, Man. 4.232 .


ShortDef

nourishing the body

Debugging

Headword:
σωματοφόρβος
Headword (normalized):
σωματοφόρβος
Headword (normalized/stripped):
σωματοφορβος
IDX:
102029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτο-φόρβος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nourishing the body</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:232" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.232/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.232 </a>.</div> </div><br><br>'}