Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφρουρητήρ
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
σωματόω
σωματώδης
View word page
σωματοφθορέω
σωμᾰτο-φθορέω,
A). pollute with the body, A. Ag. 948 (s. v.l.).


ShortDef

to corrupt the body

Debugging

Headword:
σωματοφθορέω
Headword (normalized):
σωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοφθορεω
IDX:
102028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτο-φθορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pollute with the body</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:948" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:948/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ag.</span> 948 </a> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}