Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφρουρητήρ
σωματοφυής
σωματοφυλακέω
σωματοφυλακία
σωματοφυλάκιον
σωματοφύλαξ
View word page
σωματουργικός
σωμᾰτουργ-ικός, όν,
A). = σωματοποιός , Procl. in Ti. 1.358 D., al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωματουργικός
Headword (normalized):
σωματουργικός
Headword (normalized/stripped):
σωματουργικος
IDX:
102026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτουργ-ικός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σωματοποιός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg010:1:358" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg010:1.358/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Ti.</span> 1.358 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span></span>, al.</div> </div><br><br>'}