Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματοθήκιον
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
σωματοφρουρητήρ
View word page
σωματοποιός
σωμᾰτοποι-ός, όν,
A). giving bodily existence, Iamb. Myst. 8.1 ( v.l. σώματα ποιὰ ).


ShortDef

giving bodily existence

Debugging

Headword:
σωματοποιός
Headword (normalized):
σωματοποιός
Headword (normalized/stripped):
σωματοποιος
IDX:
102021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτοποι-ός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">giving bodily existence</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:8:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:8.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Myst.</span> 8.1 </a> ( v.l. <span class="ref greek">σώματα ποιὰ</span> ).</div> </div><br><br>'}