Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματοθήκιον
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
σωματουργικός
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματοφόρβος
σωματοφόρος
View word page
σωματοποιία
σωμᾰτοποι-ία, , = foreg., Ps.- Ocell. 2.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωματοποιία
Headword (normalized):
σωματοποιία
Headword (normalized/stripped):
σωματοποιια
IDX:
102020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102021
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτοποι-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., Ps.-<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1545.tlg001:2:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1545.tlg001:2.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ocell.</span> 2.10 </a>.</div><br><br>'}