Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωματίδιον
σωματίζω
σωματικός
σωμάτινος
σωμάτιον
σωματισμός
σωματοβλάβεια
σωματοειδής
σωματοθήκη
σωματοθήκιον
σωματομαχέω
σωματοπλαστέω
σωματοπλαστικός
σωματοποιέω
σωματοποίησις
σωματοποιία
σωματοποιός
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματουργέω
σωματουργία
View word page
σωματομαχέω
σωμᾰτο-μᾰχέω,
A). practise gymnastic exercises with an opponent, Gal. 15.197 .


ShortDef

practise gymnastic exercises with an opponent

Debugging

Headword:
σωματομαχέω
Headword (normalized):
σωματομαχέω
Headword (normalized/stripped):
σωματομαχεω
IDX:
102015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102016
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμᾰτο-μᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">practise gymnastic exercises with an opponent</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.197 </span>.</div> </div><br><br>'}