Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
σωληνωτός
σωλίγξαι
σῶμα
σῶμαι
σωμάλοιφος
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
σωματηγέω
View word page
σωμάλοιφος
σωμάλοιφος·
ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκύτινα αἰδοῖα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σωμάλοιφος
Headword (normalized):
σωμάλοιφος
Headword (normalized/stripped):
σωμαλοιφος
IDX:
101993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101994
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωμάλοιφος·</span> <span class="foreign greek">ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκύτινα αἰδοῖα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}