Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
σωληνωτός
σωλίγξαι
σῶμα
σῶμαι
σωμάλοιφος
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
σωματεμπορέω
σωματέμπορος
View word page
σῶμαι
σῶμαι, Dor. for σοῦμαι,
A). v. σεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῶμαι
Headword (normalized):
σῶμαι
Headword (normalized/stripped):
σωμαι
IDX:
101992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῶμαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σοῦμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σεύω</span> .</div> </div><br><br>'}