Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωληνίσκος
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
σωληνωτός
σωλίγξαι
σῶμα
σῶμαι
σωμάλοιφος
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
σωματεῖον
σωματεκμαγεῖον
View word page
σωλίγξαι
σωλίγξαι· δραμεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωλίγξαι
Headword (normalized):
σωλίγξαι
Headword (normalized/stripped):
σωλιγξαι
IDX:
101990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωλίγξαι·</span> <span class="foreign greek">δραμεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}