Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωληνικός
σωλήνιον
σωληνίσκος
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
σωληνωτός
σωλίγξαι
σῶμα
σῶμαι
σωμάλοιφος
σωμάριστρον
σωμασκέω
σωμασκητής
σωμασκία
σωμασκίας
View word page
σωληνώδης
σωληνώδης, ες,
A). = σωληνοειδής , Aristid.Quint. 2.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωληνώδης
Headword (normalized):
σωληνώδης
Headword (normalized/stripped):
σωληνωδης
IDX:
101988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωληνώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σωληνοειδής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2054.tlg001:2:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2054.tlg001:2.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.Quint.</span> 2.17 </a>.</div> </div><br><br>'}