Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωλήνιον
σωληνίσκος
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
σωληνωτός
σωλίγξαι
σῶμα
σῶμαι
σωμάλοιφος
σωμάριστρον
σωμασκέω
View word page
σωληνοκέντης
σωληνο-κέντης, ου, ,
A). fisher of σωλῆνες, OGI 756.5 (Milet.).


ShortDef

fisher of σωλῆνες

Debugging

Headword:
σωληνοκέντης
Headword (normalized):
σωληνοκέντης
Headword (normalized/stripped):
σωληνοκεντης
IDX:
101985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωληνο-κέντης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fisher of</span> <span class="foreign greek">σωλῆνες</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 756.5 </span> (Milet.).</div> </div><br><br>'}