Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Σωκρατίζω
Σωκρατικός
Σωκρατιστής
Σωκρατόγομφος
σωλάριον
σωλήν
σωληνάριον
σωληνεύομαι
σωληνίδιον
σωληνίζω
σωληνικός
σωλήνιον
σωληνίσκος
σωληνισμός
σωληνιστής
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνοκέντης
σωληνόομαι
σωλῆνος
σωληνώδης
View word page
σωληνικός
σωλην-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
tubular
,
λέβης
cj. in
POxy.
1002
(vi A.D.).
ShortDef
tubular
Debugging
Headword:
σωληνικός
Headword (normalized):
σωληνικός
Headword (normalized/stripped):
σωληνικος
IDX:
101978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101979
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωλην-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tubular</span>, <span class="foreign greek">λέβης</span> cj. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1002 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}