Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχολαστικός
σχολεαῖον
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
σχολιογράφος
σχόλιον
σχολύδριον
σχόμενος
σωδάριον
σῶδες
σωζόπολις
σῴζω
σωκάριον
σωκέω
σῶκος
Σωκρατεῖον
Σωκρατέω
View word page
σχολύδριον
σχολύδριον, τό, Dim. of σχόλιον, Tz.ad Lyc. 1414 (-ίδρια codd. plerique).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχολύδριον
Headword (normalized):
σχολύδριον
Headword (normalized/stripped):
σχολυδριον
IDX:
101956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχολύδριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">σχόλιον</span>, Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1414 </span> (<span class="foreign greek">-ίδρια</span> codd. plerique).</div><br><br>'}