σχολικός
σχολικός, ή, όν,(
A). σχολή 11 ) scholastic, ὑπομνήματα ; 3.83b παράδοσις ap. ; 49.8.1 academic, ς. συγγυμνασία Conj. 213.2 ; ς. πλάσματα school compositions, ; 18.18 ς. ἀγνόημα an error of the (Aristarchean) school, Sch. ; 2.111 σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, Comp. 22 . Adv. -κῶς after the manner of the schools, M. 8.13 .
2). long-winded, tedious, , 3.5 10.7 .
II). σχολικά,, = causae summatim excerptae,