Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεαῖον
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
σχολιογράφος
σχόλιον
σχολύδριον
σχόμενος
View word page
σχολεαῖον
σχολεαῖον,
A). gloss on ἀσπερχές , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχολεαῖον
Headword (normalized):
σχολεαῖον
Headword (normalized/stripped):
σχολεαιον
IDX:
101947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχολεαῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀσπερχές</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}