Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεαῖον
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
σχολιαστής
σχολικός
View word page
σχολαρχικός
σχολαρχ-ικός, , όν,
A). professorial, prob. for σχολαργικός in Vett.Val. 15.27 .


ShortDef

professorial

Debugging

Headword:
σχολαρχικός
Headword (normalized):
σχολαρχικός
Headword (normalized/stripped):
σχολαρχικος
IDX:
101943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχολαρχ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">professorial</span>, prob. for <span class="foreign greek">σχολαργικός</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:15:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:15.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 15.27 </a>.</div> </div><br><br>'}