Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεαῖον
σχολεῖον
σχολερός
σχολή
σχολιάζω
View word page
σχολαρχέω
σχολαρχ-έω,
A). to be the head of a school, D.L. 4.1 , al.


ShortDef

to be the head of a school

Debugging

Headword:
σχολαρχέω
Headword (normalized):
σχολαρχέω
Headword (normalized/stripped):
σχολαρχεω
IDX:
101941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχολαρχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be the head of a school</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 4.1 </a>, al.</div> </div><br><br>'}