Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
View word page
σχοινοχάλινος
σχοινο-χάλῑνος [ᾰ],,
A). with rein of twisted rushes, ἵπποι Str. 17.3.7 .


ShortDef

with rein of twisted rushes

Debugging

Headword:
σχοινοχάλινος
Headword (normalized):
σχοινοχάλινος
Headword (normalized/stripped):
σχοινοχαλινος
IDX:
101935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινο-χάλῑνος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with rein of twisted rushes</span>, <span class="quote greek">ἵπποι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 17.3.7 </a> .</div> </div><br><br>'}