Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
View word page
σχοινοφόρος
σχοινο-φόρος, ον,
A). carrying rushes, cords, or mats, EM 740.38 .


ShortDef

carrying rushes, cords

Debugging

Headword:
σχοινοφόρος
Headword (normalized):
σχοινοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σχοινοφορος
IDX:
101934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carrying rushes, cords</span>, or <span class="tr" style="font-weight: bold;">mats,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 740.38 </span>.</div> </div><br><br>'}