Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
View word page
σχοινουργός
σχοινουργ-ός
,
ὁ
,
A).
land surveyor,
PLond.
3.1171.64
(i A.D.).
ShortDef
land surveyor
Debugging
Headword:
σχοινουργός
Headword (normalized):
σχοινουργός
Headword (normalized/stripped):
σχοινουργος
IDX:
101931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101932
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινουργ-ός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">land surveyor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 3.1171.64 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}