Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
View word page
σχοινουργία
σχοινουργ-ία
,
ἡ
,
A).
=
σχοινισμός
1
,
PRyl.
171.18
(i A.D.),
PFlor.
20.17
(ii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχοινουργία
Headword (normalized):
σχοινουργία
Headword (normalized/stripped):
σχοινουργια
IDX:
101930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101931
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινουργ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σχοινισμός</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 171.18 </span> (i A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 20.17 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}