Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
View word page
σχοινότονος
σχοινό-τονος, ον,
A). stretched with rushes or cords, δίφρος Hp. Steril. 230 .


ShortDef

stretched with rushes

Debugging

Headword:
σχοινότονος
Headword (normalized):
σχοινότονος
Headword (normalized/stripped):
σχοινοτονος
IDX:
101929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινό-τονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stretched with rushes</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">cords</span>, <span class="quote greek">δίφρος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Steril.</span> 230 </span> .</div> </div><br><br>'}