Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
View word page
σχοινοστρόφος
σχοινο-στρόφος, ον,
A). = σχοινιοστρόφος 1.1 , Plu. 2.473c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχοινοστρόφος
Headword (normalized):
σχοινοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
σχοινοστροφος
IDX:
101926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινο-στρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σχοινιοστρόφος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:1.1/canonical-url/"> 1.1 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.473c </span>.</div> </div><br><br>'}