Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινοβάτης
σχοινοίη
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
σχοινοφόρος
View word page
σχοινορραφέω
σχοινο-ρρᾰφέω,
A). stitch with cord, Sch.D Il. 10.262 ( Pass.).


ShortDef

stitch with cord

Debugging

Headword:
σχοινορραφέω
Headword (normalized):
σχοινορραφέω
Headword (normalized/stripped):
σχοινορραφεω
IDX:
101924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινο-ρρᾰφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stitch with cord</span>, Sch.D <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:10:262" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:10.262/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 10.262 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}