Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοίη
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοστρόφος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργία
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδᾰ
View word page
σχοινοπώλης
σχοινο-πώλης
,
ου
,
ὁ
,
A).
rope-seller,
Gloss.
, prob.l. in
CIG
(add.)
4812d
(Egypt).
ShortDef
rope-seller
Debugging
Headword:
σχοινοπώλης
Headword (normalized):
σχοινοπώλης
Headword (normalized/stripped):
σχοινοπωλης
IDX:
101923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101924
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rope-seller,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>, prob.l. in <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span>(add.)<span class="bibl"> 4812d </span>(Egypt).</div> </div><br><br>'}