Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχοινιά
σχοινιαία
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινιοσυμβολεύς
σχοινίς
σχοινίς
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοίη
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινομέτρησις
View word page
σχοινίς
σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. of
A). σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic. Al. 625 .


ShortDef

rope, cord; decorated with rope
of rushes

Debugging

Headword:
σχοινίς
Headword (normalized):
σχοινίς
Headword (normalized/stripped):
σχοινις
IDX:
101909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοιν-ίς</span> (B), <span class="foreign greek">ίδος [ῐ</span>], poet. fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:625" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:625/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 625 </a> .</div> </div><br><br>'}