Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιμηνύω
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχάνημα
ἀντιμιμέομαι
ἀντιμίμησις
ἀντίμιμος
ἀντιμισέω
ἀντιμισθία
ἀντιμίσθιον
ἀντίμισθος
ἀντιμισθωτός
ἀντιμίσιον
ἀντιμνηστεύω
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρέω
ἀντιμοιρία
ἀντίμοιρος
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
View word page
ἀντιμισθωτός
ἀντιμισθ-ωτός
,
όν
,
A).
hired as a substitute,
Hsch.
ShortDef
hired as a substitute
Debugging
Headword:
ἀντιμισθωτός
Headword (normalized):
ἀντιμισθωτός
Headword (normalized/stripped):
αντιμισθωτος
IDX:
10190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10191
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιμισθ-ωτός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hired as a substitute,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}