Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινάνθιον
σχοινᾶς
Σχοινάτας
σχοινεύς
Σχοινῄς
σχοινιά
σχοινιαία
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινιοσυμβολεύς
σχοινίς
View word page
Σχοινῄς
Σχοινῄς
,
ῇδος,
, epith. of Aphrodite,
Lyc.
832
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Σχοινῄς
Headword (normalized):
σχοινῄς
Headword (normalized/stripped):
σχοινης
IDX:
101898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101899
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σχοινῄς</span>, <span class="foreign greek">ῇδος,</span>, epith. of Aphrodite, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 832 </span>.</div><br><br>'}