Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινάνθιον
σχοινᾶς
Σχοινάτας
σχοινεύς
Σχοινῄς
σχοινιά
σχοινιαία
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
View word page
Σχοινάτας
Σχοινάτας, , epith. of Asclepius ἐν τῷ Ἕλει, IG 5(1).602.10 (Sparta, iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Σχοινάτας
Headword (normalized):
σχοινάτας
Headword (normalized/stripped):
σχοινατας
IDX:
101896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σχοινάτας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, epith. of Asclepius <span class="foreign greek">ἐν τῷ Ἕλει</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).602.10 </span> (Sparta, iii A.D.).</div><br><br>'}