Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινάνθιον
σχοινᾶς
Σχοινάτας
σχοινεύς
Σχοινῄς
σχοινιά
σχοινιαία
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
View word page
σχοινάνθιον
σχοινάνθ-ιον, τό, Dim. of foreg., Alex.Trall. 9.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχοινάνθιον
Headword (normalized):
σχοινάνθιον
Headword (normalized/stripped):
σχοινανθιον
IDX:
101894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101895
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινάνθ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:9:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:9.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 9.3 </a>.</div><br><br>'}