Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινάνθιον
σχοινᾶς
Σχοινάτας
σχοινεύς
Σχοινῄς
σχοινιά
σχοινιαία
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
View word page
σχοινάνθη
σχοινάνθ-η, ,
A). flower of σχοῖνος, Hippiatr. 129.54 .


ShortDef

flower of σχοῖνος

Debugging

Headword:
σχοινάνθη
Headword (normalized):
σχοινάνθη
Headword (normalized/stripped):
σχοινανθη
IDX:
101893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχοινάνθ-η</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flower of</span> <span class="foreign greek">σχοῖνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 129.54 </span>.</div> </div><br><br>'}