Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχίνειος
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινάνθιον
σχοινᾶς
Σχοινάτας
σχοινεύς
View word page
σχισματώδης
σχις-μᾰτώδης, ες,
A). of the nature of a σχίσμα, Hsch. (σχιμ- cod.).


ShortDef

of the nature of a σχίσμα

Debugging

Headword:
σχισματώδης
Headword (normalized):
σχισματώδης
Headword (normalized/stripped):
σχισματωδης
IDX:
101887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχις-μᾰτώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the nature of a</span> <span class="foreign greek">σχίσμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">σχιμ-</span> cod.).</div> </div><br><br>'}