Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδάλαμος
σχίνδαν
σχινδύλησις
σχίνειος
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
View word page
σχίνειος
σχίν-ειος
[
ῑ],
A).
=
σχίνινος
,
Theognost.
Can.
55
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχίνειος
Headword (normalized):
σχίνειος
Headword (normalized/stripped):
σχινειος
IDX:
101877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101878
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχίν-ειος</span> [<span class="foreign greek">ῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σχίνινος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 55 </span>.</div> </div><br><br>'}