Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδάλαμος
σχίνδαν
σχινδύλησις
σχίνειος
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
View word page
σχίνδαν
σχίνδαν· θερμάστριον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχίνδαν
Headword (normalized):
σχίνδαν
Headword (normalized/stripped):
σχινδαν
IDX:
101875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχίνδαν·</span> <span class="foreign greek">θερμάστριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}