Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδάλαμος
σχίνδαν
σχινδύλησις
σχίνειος
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
View word page
σχινδάλαμος
σχινδάλᾰμος, σχιζο-αλμός, , Att. for σκινδάλαμος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχινδάλαμος
Headword (normalized):
σχινδάλαμος
Headword (normalized/stripped):
σχινδαλαμος
IDX:
101874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχινδάλᾰμος</span>, <span class="orth greek">σχιζο-αλμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Att. for <span class="foreign greek">σκινδάλαμος</span> (q.v.).</div><br><br>'}