Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδάλαμος
σχίνδαν
σχινδύλησις
σχίνειος
σχινέλαιον
σχινίζω
View word page
σχιζογυάνδρους
σχιζογυάνδρους· τοὺς συκοφάντας, Hsch. ( = Com.Adesp. 1378 ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχιζογυάνδρους
Headword (normalized):
σχιζογυάνδρους
Headword (normalized/stripped):
σχιζογυανδρους
IDX:
101869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχιζογυάνδρους·</span> <span class="foreign greek">τοὺς συκοφάντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( = <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1378 </span>).</div><br><br>'}