Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδάλαμος
σχίνδαν
View word page
σχίδος
σχίδος· τὴν ἀπόσχισιν, Hsch.. cf. eund.
A). s.v. σχίδα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχίδος
Headword (normalized):
σχίδος
Headword (normalized/stripped):
σχιδος
IDX:
101865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχίδος·</span> <span class="foreign greek">τὴν ἀπόσχισιν</span>, Hsch.. cf. eund. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">σχίδα</span> .</div> </div><br><br>'}