Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
σχιζοποδία
σχιζόπους
View word page
σχιδακώδης
σχῐδᾰκ-ώδης, ες,
A). like a splinter, implied by ὑποσχιδακώδης (q.v.).


ShortDef

like a splinter

Debugging

Headword:
σχιδακώδης
Headword (normalized):
σχιδακώδης
Headword (normalized/stripped):
σχιδακωδης
IDX:
101861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101862
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχῐδᾰκ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a splinter</span>, implied by <span class="foreign greek">ὑποσχιδακώδης</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}