Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
σχιζίον
σχιζογυάνδρους
View word page
σχῆσις
σχῆσις· ἕξις, ὁρμή, Hsch. σχητηρίαν· ἄγκυραν, Id. σχίδα· σχίδος σινδόνος, πῆγμα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχῆσις
Headword (normalized):
σχῆσις
Headword (normalized/stripped):
σχησις
IDX:
101859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχῆσις·</span> <span class="foreign greek">ἕξις, ὁρμή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σχητηρίαν·</span> <span class="foreign greek">ἄγκυραν</span>, Id. <span class="orth greek">σχίδα·</span> <span class="foreign greek">σχίδος σινδόνος, πῆγμα</span>, Id.</div><br><br>'}