ἀντίμιμος
ἀντίμῑμ-ος, ον,
A). closely imitating, ἠχή, of an echo, Stat. 9 ; τινός ap. Rh. 1406a29 ; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Anat. 1 ; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός , cf. 9.9 , Sthenidasap. 2.164 : c. dat., 47.63 ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Th. 17 .
II). = μανδραγόρας , ; = 4.75 ὠκιμοειδές , Ps.- . 4.28