Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματότης
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχῆσις
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχιδανόπους
σχίδαξ
σχίδιον
σχίδος
σχίζα
σχιζίας
View word page
σχηματουργέομαι
σχημᾰτουργ-έομαι,
A). to be fashioned, of the foctus, Gal. 19.177 .


ShortDef

to be fashioned

Debugging

Headword:
σχηματουργέομαι
Headword (normalized):
σχηματουργέομαι
Headword (normalized/stripped):
σχηματουργεομαι
IDX:
101857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σχημᾰτουργ-έομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be fashioned</span>, of the foctus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.177 </span>.</div> </div><br><br>'}